Η έμπνευση της ημέρας (Πέμπτη 1-2-2018)
Written by empneusi on 1 Φεβρουαρίου 2018
Η σημερινή έμπνευση της ημέρας είναι αφιερωμένη στο σπουδαίο λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου, που έφυγε σαν σήμερα το 1940.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου το 1877 και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Ευρυτανία, όπου εργαζόταν ως δάσκαλος ο πατέρας του. Δεκατριών χρονών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Μετά το Γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ. Παράλληλα, σπούδαζε ζωγραφική. Αφοσιώθηκε από νωρίς στη δημοσιογραφία (που ήταν το μεγάλο του πάθος), ως πολιτικός αρθρογράφος, χρονογράφος και συγγραφέας τεχνοκριτικών άρθρων.
Από το 1908 μέχρι το 1910 βρισκόταν στο Παρίσι, από όπου αρθρογραφούσε για την εφημερίδα «Εμπρός». Μεταξύ 1912 και 1916 είχε λάβει τις θέσεις νομάρχη Ζακύνθου, Κυκλάδων, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Το 1918 ανέλαβε τη θέση του Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και στη συνέχεια (μέχρι τον θάνατό του) ανέλαβε ως πρόεδρος του μονίμου καλλιτεχνικού συμβουλίου της. Την ίδια αυτή χρονιά εξέδωσε το διήγημα και πεζογραφημά του «Τα Ψηλά Βουνά», ως αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου, ένα έργο που έμεινε χαραγμένο στην αναγνωστική μνήμη χιλιάδων Ελλήνων. Το 1923 έλαβε το Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών και το 1938 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καταλαμβάνοντας την έδρα της Λογοτεχνίας.
Έγραψε για τη ζωή στην ελληνική επαρχία, με έμφαση στην ιδιαίτερη πατρίδα του και υπηρέτησε όλα τα είδη του λόγου, κυρίως όμως δοκίμια και κριτικές. Τον έχουν χαρακτηρίσει «πρίγκιπα του νεοελληνικού λόγου».
Εμείς θα ακούσουμε το ποίημα του «Λυπημένα Δειλινά» όπως αυτό μελοποιήθηκε από το Γιάννη Σπανό στο άλμπουμ «Ανθολογία», και ερμηνεύτηκε από την Καίτη Χωματά.
Λυπημένα Δειλινά
Στης γειτονιάς της φτωχικής
γυρίζει ο νους μου τα στενά,
τα λυπημένα δειλινά
στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
το μαραμένο θηλυκό
δίχως ελπίδα και μιλιά
ποτίζει το βασιλικό.
Κανείς διαβάτης δεν περνά,
κανένα αυτή δεν καρτερεί,
πού στο μπαλκόνι ορθή φορεί
το γιορτινό της το γκρενά.
Σα Μοίρα κάθεται μια γριά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού…
Καμπάνα ακούγεται μακριά.
Στο σύννεφο το βυσσινί
θα πέσει ο ήλιος να κρυφτή.
Ψαλμός ακούγεται ή φωνή
του τελευταίου πραματευτή.
Όλα σταμάτησαν εκεί.
Αργεί πολύ να ρθή ή βραδιά…
Πώς έχω την ψυχή βαριά
το δειλινό την Κυριακή.